- χρονιάρικος
- η и χρονιάρα, ο1) годовой, годичный; 2) годовалый;
§ χρονιάρα μέρα — большой праздник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ χρονιάρα μέρα — большой праздник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρονιάρικος — η, ο, Ν χρονιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο από το ουδ. χρονιάρικο τού επιθ. χρονιάρης] … Dictionary of Greek
χρονιάρικος — η, ο βλ. χρονιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενιαυσιαίος — ἐνιαυσιαῑος, α, ον (AM) [ενιαυτός] 1. ενιαύσιος, ετήσιος, που γίνεται κάθε χρόνο («ἐνιαυσιαῑον ζῴδιον», «ἐνιαυσιαῑος κύκλος») 2. ο ενός έτους, μονοετής, χρονιάρικος («καταλιπόντος δὲ Λαβδάκου παῑδα ἐνιαυσιαῑον Λάιον», Απολλόδ.). επίρρ...… … Dictionary of Greek
ενιαύσιος — α, ο και ενιαύσιος, ο (AM ἐνιαύσιος, ία, ον και ἐνιαύσιος, ον και δωρ. και βοιωτ. τ. ἐνιαύτιος, ία, ον) [ενιαυτός] 1. αυτός που διαρκεί ένα έτος (α. «ενιαύσια φυτά» β. «ολόκληρον ενιαυσίαν εσοδείαν δι εαυτήν», Παπαδ. γ. «ἐκεχειρίαν ἐποιήσαντο… … Dictionary of Greek
ετήρ — ἐτήρ, ὁ (Α) [έτος] αυτός που έχει ηλικία ενός έτους, ο χρονιάρικος … Dictionary of Greek
εφέτειος — ἐφέτειος, ον (Α) πάπ. 1. αυτός που γίνεται μέσα στο τρέχον έτος 2. (για ζώα) αυτός που έχει ηλικία ενός έτους, ο χρονιάρικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐφέτος + κατάλ. ειος, κατά τα έτειος, επέτειος] … Dictionary of Greek
χρονιάρης — α, ικο, Ν 1. αυτός που έχει ηλικία ενός έτους, χρονιάρικος 2. αυτός που έχει διάρκεια ενός έτους 3. φρ. «χρονιάρα μέρα» γιορτάσιμη μέρα, επίσημη γιορτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ταξιδ ιάρης)] … Dictionary of Greek
ωραίος — α, ο / ὡραῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. ὡραίη και αιολ. τ. θηλ. ὡράα Α (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που θέλγει τις αισθήσεις, που έχει πολύ καλή αισθητική εμφάνιση, όμορφος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ωραίο α) η έννοια τής ωραιότητας β)… … Dictionary of Greek
χρονιάρης, -α, -ικο — 1. αυτός που έχει ηλικία ενός έτους, χρονιάρικος. 2. φρ., «χρονιάρα μέρα», επέτειος μεγάλης γιορτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρονιάτικος — η, ο 1. βλ. χρονιάρικος. 2. το ουδ. ως ουσ., χρονιάτικο σημαίνει το ετήσιο μίσθωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)